-
1 Πληιόνα
Πληῐόνα daughter of Ocean, wife of Atlas, mother of Pleiades. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληϊόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων(sc. ὠαρίων) fr. 74, cf. test., Et. Magn., 675. 34, λέγει δὲ Πίνδαρος περὶ τοῦ καταστερισμοῦ αὐτῶν, ὅτι τῆς Πληιόνης πορευομένης μετὰ τῶν θυγατρῶν κατὰ τὴν Βοιωτίαν, συναντῆσαι αὐτῇ ὠρίωνα· εἶτα ἐρασθεὶς ὥρμησε πρὸς τὸ ἁρπάσαι· τὴν δὲ φεύγουσαν μετὰ τῶν θυγατρῶν, ὠρίων ἐδίωκε· γενέσθαι δὲ αὐτῶν τὸν δρόμον πέντε ἔτη ἀδιάλειπτον· τὸν δὲ Δία, διὰ τὴν κακοπάθειαν αὐτῶν, οἱονεὶ μνήματα κατηστερίσθαι τὰς Πλειάδας φευγούσας τὸν ὠρίωνα ὅς ἐστιν ἐνιαυτός cf. Σ, N. 2.17c, καὶ ὅτε μὲν Πληιάδας καλεῖ πληθυντικῶς, ὅτε δὲ Πληιόνην ὡς μίαν. -
2 δια-καρτερέω
δια-καρτερέω, ausharren, ausdauern; εἰς τὸ ἔσχατον Her. 7, 107; εἰς τὴν πατρίδα Lycurg. 85, im Vaterland, od. besser fürs Vaterland; c. partic., πολεμῶν, er harrt im Kriege aus, Xen. Hell. 7, 4, 8; auch mit folgdm inf., μὴ λέγειν τἀληϑῆ Arist. rhet. 2, 15; den acc. setzt dabei Pol. 73, 3, τὴν κακοπάϑειαν, ertragen.
-
3 διακαρτερέω
δια-καρτερέω, ausharren, ausdauern;; εἰς τὴν πατρίδα, im Vaterland, od. besser fürs Vaterland; πολεμῶν, er harrt im Kriege aus; τὴν κακοπάϑειαν, ertragen -
4 ἐπαναλαμβάνω
A take up again, resume, repeat, πῶς, ὡς.., Pl.Grg. 488b, X.Lac.13.2;εἴπωμεν ἐπαναλαβόντες Arist.Metaph. 1035b4
, cf. Pl.Tht. 169e: the part. may be best rendered by an Adv., πολλάκις ἐπαναλαμβάνων ἐκέλευέν οἱ λέγειν he ordered him repeatedly, Id.Phdr. 228a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναλαμβάνω
-
5 διακαρτερέω
A endure to the end, Hdt.3.52;ἐς τὸ ἔσχατον Id.7.107
; εἰς τὴν πατρίδα δ. stand by one's country, Lycurg.85;ἐν τῇ συμμαχίᾳ X.HG7.2.1
: c. part., δ. πολεμῶν ib.4.8, cf. Plu.Sert.7: c. inf., δ. μὴ λέγειν τἀληθῆ to be obstinate in refusing to speak the truth, Arist.Rh. 1377a4.2 c. acc., bear patiently,δ. τηλικαύτην ἡμέραν Alex.233
;κακοπάθειαν δ. Plb.36.16.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακαρτερέω
См. также в других словарях:
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия
κακοπάθεια — και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής] το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις,… … Dictionary of Greek